ἐμβαδομετρικός
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
ἐμβαδομετρική, ἐμβαδομετρικόν, belonging to the measuring of surfaces, Hero*Deff.133.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
metrol. de superficie, cuadrado ἐμβαδομετρικοὶ πόδες pies cuadrados Didym.Mens.15, cf. 14, 17, 33
•subst. τὸ ἐ. medida de superficies γένη δὲ τῆς μετρήσεως ...· εὐθυμετρικόν, ἐμβαδομετρικόν, στερεομετρικόν Hero Geom.3.18, cf. 20, Def.133.2, Didym.Mens.1.
German (Pape)
[Seite 803] ή, όν, zur Flächenmessung gehörig, Math.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδομετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἐμβαδομετρίαν, Ἥρων Νεώτ. 45. 18.