ἐμφανίσιμα
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
τά, fees paid at installation in a benefice, Just.Nov. 56.1 (but -ιστικά, τά, ib.Praef.).
Spanish (DGE)
-ων, τά
jur. tasas relativas a la inclusión en los registros oficiales, tasas de certificación Iust.Nou.56.1.
Greek Monolingual
ἐμφανίσιμα, τα (Μ)
το ποσό που όφειλε, κατά το βυζαντινό διοικητικό δίκαιο, να καταβάλει στο δημόσιο ο διοριζόμενος σε διοικητικό αξίωμα για να εγκατασταθεί σε αυτό.