ἐναποσφάττω
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
German (Pape)
[Seite 828] dabei abschlachten, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσφάττω: ἀποσφάττω, ὁ μὲν οὖν ἐν ὄψει φονευθεῖσιν ἐναπεσφάγη τοῖς παισὶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 1.
Spanish (DGE)
degollar en v. pas. μόνους ἐναποσφάττεσθαι τοὺς πένητας I.BI 4.379.
Greek Monolingual
ἐναποσφάττω (AM)
σφάζω, σκοτώνω επί τόπου, αμέσως (χρησιμοπ. κυρίως το παθ. ἐναποσφάττομαι).