ἐπίλευκος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ἐπίλευκον, white on the surface, whitish, Thphr. HP 3.7.5.
German (Pape)
[Seite 957] obenauf weiß, weißlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλευκος: -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.
Greek Monolingual
ἐπίλευκος, -ον (Α)
υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια.