ἐπίπταισμα

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπταισμα Medium diacritics: ἐπίπταισμα Low diacritics: επίπταισμα Capitals: ΕΠΙΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: epíptaisma Transliteration B: epiptaisma Transliteration C: epiptaisma Beta Code: e)pi/ptaisma

English (LSJ)

-ατος, τό, snap of the fingers, Ar.Fr.773 (pl.).

German (Pape)

[Seite 973] τό, = ἐπίπαισμα, Arist. bei Poll. 2, 199.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπταισμα: ατος τό удар, ушиб Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπταισμα: τό, ἐπίπαισμα, κροῦσμα τῶν δακτύλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 609· πρβλ. ἐπίπαισμα.

Greek Monolingual

ἐπίπταισμα ή ἐπίπαιμα, τὸ (Α) πταίσμα
κρούση, χτύπημα με τα δάχτυλα.