ἐπανασπείρω
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
sow again; and ἐπανα-σπορά, ἡ, second sowing, Tz.ad Hes.Op.444.
German (Pape)
[Seite 901] noch dazu aussäen, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανασπείρω: ἐπιβάλλω καὶ ἕτερον σπόρον ἐπὶ τοῦ ἄρτι σπαρέντος, δηλ. σπείρω ἀνωμάλως καὶ οὐχὶ συμμέτρως ἐπιρρίπτων σπόρους ἐπὶ σπόροις· καὶ ἐπανασπορὰ, τὸ ἐπανασπείρειν, Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 444.
Greek Monolingual
(Μ ἐπανασπείρω)
σπέρνω για δεύτερη φορά, ξανασπέρνω.