French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐπίχαρις;
Cp. ἐπιχαριτώτερος, Sp. ἐπιχαριτώτατος.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχάριτος: -ον, ὁ, = ἐπίχαρις, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχάριτος: (только в compar. и superl.) Xen. = ἐπίχαρις.