ἐπιχάριτος

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐπίχαρις;
Cp. ἐπιχαριτώτερος, Sp. ἐπιχαριτώτατος.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχάριτος: -ον, ὁ, = ἐπίχαρις, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχάριτος: (только в compar. и superl.) Xen. = ἐπίχαρις.