ἐσκαταβαίνω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
French (Bailly abrégé)
ion.
descendre dans.
Étymologie: εἰς, καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐσκαταβαίνω: = εἰσκαταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσκαταβαίνω: ἴδε εἰσκαταβαίνω.
Greek Monotonic
ἐσκαταβαίνω: βλ. εἰσ-.