οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
3ᵉ pl. impf. Moy. épq. de στιχάομαι.
ἐστιχόωντο: γʹ πληθ. Επικ. Μέσ. παρατ. του στιχάω.
ἐστιχόωντο: эп. 3 л. pl. impf. med. к στιχάω.