ἐστιχόωντο

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. Moy. épq. de στιχάομαι.

Greek Monotonic

ἐστιχόωντο: γʹ πληθ. Επικ. Μέσ. παρατ. του στιχάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐστιχόωντο: эп. 3 л. pl. impf. med. к στιχάω.