ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
v. τρέφω.
see τρέφω.
ἐτράφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του τρέφω· Ενεργ. ἔτρᾰφον, με ίδια σημασία.
ἐτράφην: aor. 2 pass. к τρέφω.