ἐτράφην

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

French (Bailly abrégé)

v. τρέφω.

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

ἐτράφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του τρέφω· Ενεργ. ἔτρᾰφον, με ίδια σημασία.

Russian (Dvoretsky)

ἐτράφην: aor. 2 pass. к τρέφω.