λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 1118] ἡ, ein Kuchen zum Opfergebrauch, Poll. 6, 76.
ἐφίερος, -ον (Α)
1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον
α) ιερός άρτος
β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός.