ἐχθροειδῶς
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1125] wie ein Feind, Erkl. von ὑπόπτως, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθροειδῶς: ὡς ἐχθρός, Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπόπτως.
Greek Monolingual
ἐχθροειδῶς (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόπτως».