ἑστηκότως

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστηκότως Medium diacritics: ἑστηκότως Low diacritics: εστηκότως Capitals: ΕΣΤΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: hestēkótōs Transliteration B: hestēkotōs Transliteration C: estikotos Beta Code: e(sthko/tws

English (LSJ)

Adv. firmly, ἑ. καὶ βεβαίως Phld.Rh.1.70 S.

German (Pape)

[Seite 1044] stehend, Eust., zur Erkl. von ἐπισταδόν.

Greek Monolingual

ἑστηκότως (ΑΜ)
επίρρ. σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, -ότος του ρ. ίστημι].