ἑστιόομαι
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
Pass., (ἑστία) δῶμ' ἑστιοῦται the house is founded or established (by children), E.Ion1464 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), ἄπαιδες οὐκέτ’ ἐσμέν οὐδ’. ἄτεκνοι· δῶμ’ ἑστιοῦται, ὁ οἶκος ἑδραιοῦται (δηλ. διά τῶν τέκνων), Λατ. domus constituta, fundata est, Εὐρ. Ἴων. 1464.
Greek Monotonic
ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), εξασφαλίζομαι, εδραιώνομαι ή θεμελιώνομαι (μέσω απόκτησης παιδιών), σε Ευρ.
Middle Liddell
ἑστιόομαι, ἑστία
Pass. to be founded or established (by children), Eur.