ἔθιγον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de θιγγάνω.

Greek Monotonic

ἔθῐγον: αόρ. βʹ του θιγγάνω.