ἔθιγον

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de θιγγάνω.

Greek Monotonic

ἔθῐγον: αόρ. βʹ του θιγγάνω.