γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ao. poét. de ῥέζω.
ἔρεξα: aor. 1 к ῥέζω.
ἔρεξα: ἀόρ. α΄ τοῦ ῥέζω.
see ῥέζω.
ἔρεξα: αόρ. αʹ του ῥέζω.