ἕνωμα

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕνωμα Medium diacritics: ἕνωμα Low diacritics: ένωμα Capitals: ΕΝΩΜΑ
Transliteration A: hénōma Transliteration B: henōma Transliteration C: enoma Beta Code: e(/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό, concrete unity, Dam.Pr.53,107 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fil. unión concreta de todo, unificación τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον εἰπεῖν, ἕ. Dam.Pr.53, plu., Dam.Pr.69 (p.98).

Greek Monolingual

το (Α ἕνωμα)
νεοελλ.
ένωση
αρχ.
πραγματική, συγκεκριμένη ενότητα.