ἰαμβόκροτος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
German (Pape)
[Seite 1233] wie Jamben tönend, λόγοι, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβόκροτος: -ον, ὁ ἐν ἰαμβικῷ ῥυθμῷ κροτῶν, ἰαμβόκροτοι λόγοι Ρήτορες (Walz) 1. 443· ἦχος τοῦ λόγου αὐτόθι 5. 450.
Greek Monolingual
ἰαμβόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππόκροτος, κωδωνόκροτος].