ἱππολοφία
From LSJ
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
English (LSJ)
ἡ, horse's mane, Iamb. post Polem.p.50 Hinck.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, Roßmähne, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππολοφία: ἡ, ἵππου χαίτη, Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρητόρσι (Walz) τ. 1, σ. 532, 7.