ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
κοίτη, Hsch.; cf. ἰαύω.
ἴαυος: «κοίτη, ἀπὸ τοῦ ἰαύειν» Ἡσύχ.
ἴαυος (Α) ιαύωκοίτη, φωλιά.