ἵξομαι

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἱκνέομαι et ἵκω.

Greek Monotonic

ἵξομαι: μέλ. του ἱκνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἵξομαι: fut. к ἱκνέομαι.