Ἰάων
From LSJ
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
English (LSJ)
-ονος, ὁ, v. Ἰάονες. ἴβα· σιώπα, Hsch.
French (Bailly abrégé)
Ἰάονος;
adj. m.
d'Ionie, Ionien ; οἱ Ἰάονες, Ioniens, càd :
1 habitants de l'Attique et de Mégare;
2 chez les Perses, syn. de Ἕλληνες, Grecs en gén.
Étymologie: DELG étym. ignorée ; attesté en myc.
Russian (Dvoretsky)
Ἰάων: Ἰάονος ὁ (ᾱ) преимущ. pl. иониец
1 житель Аттики и Мегары Hom., HH etc.;
2 для персов Ἰάονες = Ἓλληνες Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰάων: -ονος, ὁ, ἴδε Ἰάονες
English (Slater)
̆ιᾱων Ionian σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα διώξω since Abdera was colonized from Ionian Teos (Pae. 2.3)
Greek Monolingual
Ἰάων, ὁ (Α)
ο Ίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Ίωνες].
Greek Monotonic
Ἰάων: -ονος, ὁ, βλ. Ἰάονες.