μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Full diacritics: ὀλῐγοφᾰής | Medium diacritics: ὀλιγοφαής | Low diacritics: ολιγοφαής | Capitals: ΟΛΙΓΟΦΑΗΣ |
Transliteration A: oligophaḗs | Transliteration B: oligophaēs | Transliteration C: oligofais | Beta Code: o)ligofah/s |
ὀλιγοφαές, gloss on βραχυφεγγίτης, Suid.
ὀλιγοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-), + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκοφαής].