κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels
adv.ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, glisser vers, être porté à.Étymologie: ὀλισθηρός.
ὀλισθηρῶς: скользко, неустойчиво: ὀ. ἔχειν πρός τι Plut. быть весьма склонным к чему-л.