ὀλισθηρῶς
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
French (Bailly abrégé)
adv.
ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, glisser vers, être porté à.
Étymologie: ὀλισθηρός.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθηρῶς: скользко, неустойчиво: ὀ. ἔχειν πρός τι Plut. быть весьма склонным к чему-л.