ὀνομαστήρια
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
German (Pape)
[Seite 349] τά, sc. ἱερά, Feier des Namenstages, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστήρια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτῆ, ἡ ἐπέτειος τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ἔλαβέ τις τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 360Β.
Greek Monolingual
ὀνομαστήρια, τὰ (Α)
επέτειος της ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολαστήριος)].