τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: ὀρυγάνει | Medium diacritics: ὀρυγάνει | Low diacritics: ορυγάνει | Capitals: ΟΡΥΓΑΝΕΙ |
Transliteration A: orygánei | Transliteration B: oryganei | Transliteration C: oryganei | Beta Code: o)ruga/nei |
ἐρεύγεται, Hsch. (post ὀρτός); cf. ὁρμαίνω II.1.
ὀρυγάνει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρεύγεται».