ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Full diacritics: ὀστεοκόλλος | Medium diacritics: ὀστεοκόλλος | Low diacritics: οστεοκόλλος | Capitals: ΟΣΤΕΟΚΟΛΛΟΣ |
Transliteration A: osteokóllos | Transliteration B: osteokollos | Transliteration C: osteokollos | Beta Code: o)steoko/llos |
ἡ, a herb, = σύμφυτον, Hippiatr.66.
ὀστεοκόλλος, ὁ (Μ)
είδος φυτού, το σύμφυτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κολλος (< κόλλα)].