ὁλόστομος
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ὁλόστομον, tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961; σίδηρος Cyran.6.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.
(II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.
Léxico de magia
-ον templado por completo de un anillo de hierro ποιήσας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλοσιδήρῳ, ὁλοστόμῳ haz unas pastas y séllalas con un anillo enteramente de hierro, templado por completo P IV 2692