ὁμούρησις
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
Ionic for ὁμόρησις; but ὁμούρησις, Attic for ὁμήρησις (a word not found elsewhere), Hsch.
German (Pape)
[Seite 341] ἡ, ion. = ὁμόρησις, das Angränzen, die Nachbarschaft, Epicur. bei D. L. 10, 64.
Greek Monolingual
ὁμόρησις και ὁμορόησις, ὁμορρόησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω
1. γειτνίαση, γειτονία
2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.