ὁμόγαμβροι

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόγαμβροι Medium diacritics: ὁμόγαμβροι Low diacritics: ομόγαμβροι Capitals: ΟΜΟΓΑΜΒΡΟΙ
Transliteration A: homógambroi Transliteration B: homogambroi Transliteration C: omogamvroi Beta Code: o(mo/gambroi

English (LSJ)

οἱ, sons-in-law of the same person, Poll.3.32.

German (Pape)

[Seite 333] οἱ, gemeinschaftliche Schwiegersöhne, Poll. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγαμβροι: οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, σύγγαμβροι, συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177.

Greek Monolingual

ὁμόγαμβροι, οἱ (Α)
αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γαμβρός.