Ὀρέστειον
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Oresteion, sanctuaire consacré à Oreste.
Étymologie: Ὀρέστης.
Russian (Dvoretsky)
Ὀρέστειον: τό Орестий
1 Eur. = Ὀρέσθειον;
2 храм, посвященный Оресту Her., Luc.