πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ου (τό) :Oresteion, sanctuaire consacré à Oreste.Étymologie: Ὀρέστης.
Ὀρέστειον: τό Орестий1 Eur. = Ὀρέσθειον;2 храм, посвященный Оресту Her., Luc.