Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλάσσω

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

German (Pape)

[Seite 1176] = Vorigem, Chariton.

French (Bailly abrégé)

c. ὑλακτέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
ὑλάσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< ὑλά-κ-) είναι παρλλ. τ. του ὑλάω, -, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση -κ- (για τον σχηματισμό του ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)].