οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
pf. de ὑποτρέχω.
ὑποδέδρομα: παρακ. του ὑποτρέχω.
ὑποδέδρομα: дор. ὑποδεδρόμηκα pf. к ὑποτρέχω.