ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: ῥαίστωρ | Medium diacritics: ῥαίστωρ | Low diacritics: ραίστωρ | Capitals: ΡΑΙΣΤΩΡ |
Transliteration A: rhaístōr | Transliteration B: rhaistōr | Transliteration C: raistor | Beta Code: r(ai/stwr |
κραντήρ, Hsch. ῥαιφάσσει· ἁγνεύει, Id.
και ῥάστωρ Α
(κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ψαίστωρ)].