ῥαίστωρ

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαίστωρ Medium diacritics: ῥαίστωρ Low diacritics: ραίστωρ Capitals: ΡΑΙΣΤΩΡ
Transliteration A: rhaístōr Transliteration B: rhaistōr Transliteration C: raistor Beta Code: r(ai/stwr

English (LSJ)

κραντήρ, Hsch. ῥαιφάσσει· ἁγνεύει, Id.

Greek Monolingual

και ῥάστωρ Α
(κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ψαίστωρ)].