πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Celt, Kelt = Κέλτης
Celts, Kelts, Celtae = Κελτοί, οἱ, Κελταί, οἱ.
Celtic, Keltic, adj.: Κελτικός.