Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
εἶδος, ἀπάρτημα, ἀπάρτησις, ἐξάρτημα, ἀρειθύσανος, ἐκκρεμής, ἔντροφος, ἀποκρεμής, ἄωρος, ἄρτημα