deprive
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν; (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν; (τινά τινος).
help (a person) in depriving: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).
be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι; (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι; (gen.).
be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).
deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gen.), ἄμοιρος (gen.) (Plato), V. ἄμμορος (gen.).