emanación
From LSJ
Spanish > Greek
ἀπορροή, ἀπόρροια, ἀπόρρευσις, ἀνάλωμα, ἀνήλωμα, ἔκβασις, ἀναφορά, ἀποφορά, ἐκπροπόρευμα, ἐκπόρευσις, ἀτμίς
ἀπορροή, ἀπόρροια, ἀπόρρευσις, ἀνάλωμα, ἀνήλωμα, ἔκβασις, ἀναφορά, ἀποφορά, ἐκπροπόρευμα, ἐκπόρευσις, ἀτμίς