evaporate
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
dry up: P. and V. ξηραίνεσθαι. Met., P. and V. ἀπορρεῖν, διαρρεῖν, ἐξατμίζειν, ἐξατμίζω, ἀνατμίζομαι, ἀνικμάζω, ἀπατμίζω, διατμέω, διατμίζω, ἐξαεροῦμαι, ἐξατμιάω, ἐξατμιδόω, προσεκπνέω.