excessive
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. περισσός, ὑπέρπολυς, P. ὑπέρμετρος.
very great: P. and V. ὑπερφυής (Aesch., Fragment), P. ὑπερμεγέθης, ὑπέρογκος; see vast.