flaw
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
substantive
imperfection P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, P. and V. ἁμαρτία. ἡ.
blemish, stain: P. and V. κηλίς. ἡ.
deformity: P. πονηρία, ἡ (Plato), αἶσχος, τό (Plato).
mistake: P. and V. σφάλμα, τό, ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, το.