flaw
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English > Greek (Woodhouse)
substantive
imperfection P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, P. and V. ἁμαρτία. ἡ.
blemish, stain: P. and V. κηλίς. ἡ.
deformity: P. πονηρία, ἡ (Plato), αἶσχος, τό (Plato).
mistake: P. and V. σφάλμα, τό, ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, το.