indiferente
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Spanish > Greek
ἀβλεμής, ἀπερίτροπος, ἀδιάφορος, ἀνεπιστρόφητος, ἀδιαφόρητος, ἀνεπίστρεπτος, ἀόργητος, ἄτρεπτος, ἀφιλότιμος, ἀφειδής, ἀπαθής, ἀκήδεστος, ἀνεπίστροφος, ἀπέοικα