ἀπερίτροπος
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
ἀπερίτροπον, unheeding, S.El.182 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
despreocupado, indiferente οὔτε γὰρ ὁ ... παῖς Ἀγαμεμνονίδας ἀ. S.El.182.
German (Pape)
[Seite 288] nicht zurückkehrend, Soph. El. 176, Schol. ἀνυπόστροφος, ἀνεπέλευστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 insouciant ; oublieux.
Étymologie: ἀ, περιτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίτροπος: не возвращающийся назад, т. е. навсегда покинувший Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίτροπος: -ον, ἀδιάφορος, ἀμέριμνος ἤ κατ’ ἄλλους ὁ μὴ ὑποστρέφων, «ἀνεπίστροφος, ἀνεπέλευστος» (Σχόλ.), οὔτε γὰρ… παῖς Ἀγαμεμνονίδας ἀπερίτροπος Σοφ. Ἠλ. 182, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ἀπερίτροπος, -ον (Α)
1. αδιάφορος, αμέριμνος
2. ανεπίστρεπτος, δίχως επιστροφή.
Greek Monotonic
ἀπερίτροπος: -ον (περιτρέπω), αυτός που δεν επιστρέφει, ανεπίστροφος ή αμέριμνος, αδιάφορος, σε Σοφ.