ἀπερίτροπος

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίτροπος Medium diacritics: ἀπερίτροπος Low diacritics: απερίτροπος Capitals: ΑΠΕΡΙΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: aperítropos Transliteration B: aperitropos Transliteration C: aperitropos Beta Code: a)peri/tropos

English (LSJ)

ἀπερίτροπον, unheeding, S.El.182 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
despreocupado, indiferente οὔτε γὰρ ὁ ... παῖς Ἀγαμεμνονίδας ἀ. S.El.182.

German (Pape)

[Seite 288] nicht zurückkehrend, Soph. El. 176, Schol. ἀνυπόστροφος, ἀνεπέλευστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 insouciant ; oublieux.
Étymologie: , περιτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίτροπος: не возвращающийся назад, т. е. навсегда покинувший Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίτροπος: -ον, ἀδιάφορος, ἀμέριμνος ἤ κατ’ ἄλλους ὁ μὴ ὑποστρέφων, «ἀνεπίστροφος, ἀνεπέλευστος» (Σχόλ.), οὔτε γὰρ… παῖς Ἀγαμεμνονίδας ἀπερίτροπος Σοφ. Ἠλ. 182, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἀπερίτροπος, -ον (Α)
1. αδιάφορος, αμέριμνος
2. ανεπίστρεπτος, δίχως επιστροφή.

Greek Monotonic

ἀπερίτροπος: -ον (περιτρέπω), αυτός που δεν επιστρέφει, ανεπίστροφος ή αμέριμνος, αδιάφορος, σε Σοφ.

Middle Liddell

περιτρέπω
not returning or taking heed, Soph.