Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
terrible, lit. or Met.: P. and V. δεινός.
alarming, lit.: P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης, V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
Met., great, vast: P. and V. ἀμήχανος, μέγιστος, ὑπερφυής (Aesch., Fragment), ὑπέρπολυς.