αντεξετάζω

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀντεξετάζω (Α)
Ι. ενεργ. εξετάζω κάτι παραβάλλοντας το με κάτι άλλο, συγκρίνω
II. (-ομαι)
1. μετριέμαι συγκρίνομαι με κάτι
2. έρχομαι σε αναμέτρηση με κάποιον
3. παρουσιάζομαι ως αντίδικος κάποιου, αντιδικώ.